σωστρα

σωστρα
    σῶστρα
    τά [σώζω]
    1) благодарственная жертва за избавление от опасности Luc., Anth.
    

σ. τοῦ παιδὸς θύειν θεοῖς Her. — приносить жертву богам за спасение ребенка

    2) вознаграждение за доставку потерянного Her., Xen.
    3) награда за исцеление, врачебный гонорар Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σωστρα" в других словарях:

  • σῶστρα — reward for saving one s life neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώστρα — τα / σῶστρα, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που έχει εγκαταλειφθεί από το πλήρωμα ή για τη διάσωση τμημάτων τού πλοίου ή τού φορτίου του αρχ. 1. ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία 2. αμοιβή για την προσαγωγή ζώων ή δούλων που είχαν… …   Dictionary of Greek

  • σώστρα — τα (ναυτ.), η αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που ναυάγησε, τα σωστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρύτρον — τὸ, Α ευχαριστήρια θυσία ή προσφορά για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ῥῡτρα λυτήρια, σωτήρια, σῶστρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ ρον, σῶσ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • σαοστρέω — Α κάνω ευχαριστήρια προσφορά για τη διάσωσή μου από νόσο ή από κάποιο κίνδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶστρα (τὰ) «ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί σαωστρῶ] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσώστης — ο, ΝΜ, θηλ. ψυχοσώστρα Ν αυτός που σώζει τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σώστης / σώστρα (< σώζω), πρβλ. ναυαγο σώστης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»